- Σκύλιος
- Σκύλιος, ὁ, epith. of Zeus at Rhytion, Riv.Ist.Arch.2.64 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σκύλιος — ὁ, Α [σκῡλον] προσωνυμία τού Διός στο Ρύτιο … Dictionary of Greek
Σκυλίοις — Σκύλιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλίου — Σκύλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλίων — Σκύλιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)